- θλίβω
- (ΑΜ θλίβω)1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του»)3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαιλυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη, βαριοθυμώ, βαρυκαρδίζωνεοελλ.1. εξαναγκάζω2. πιέζω κάτι έτσι ώστε να βγει ο χυμός ή το περιεχόμενο του, στείβω, ξεζουμίζω3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεθλιμμένος, -η, -οαυτός που βαρυπενθείμσν.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) θλιμμένος και τεθλιμμένος, -η, -ονα) θλιβερός, αυτός που προκαλεί θλίψηβ) δυστυχισμένος, ταλαίπωρος, ταλαιπωρημένος γ) καταθλιπτικόςμσν.-αρχ.(για πρόσ. ή ζώο φορτωμένο) πιέζομαι, συνθλίβομαι, τσακίζομαι από το βάροςαρχ.1. πιέζω, στενοχωρώ, ενοχλώ2. περιορίζω κάποιον ή κάτι καταπιέζοντας ή σπρώχνοντας, αφανίζω3. μέσ. θλίβομαι(για επαίτη) προστρίβω, τρίβομαι κάπου («πολλῇς φλιῇσι παραστάς θλίψεται ὤμους» — θα προστρίψει τους ώμους του σε παραστάτες πολλών θυρών, Ομ. Οδ.)4. μέσ. υφίσταμαι δεινά, βάσανα5. μτφ. (η παθ. μτχ. ενεστ. και παρακμ.) θλιβόμενος, -η, -ον και τεθλιμμένος, -η, -ον) στενός, στενόχωρος (α. «θλιβομένα καλύβα» — στενή καλύβα, Θεόκρ.β. «τεθλιμμένη οδός» — στενός δρόμος, ΚΔ)6. φρ. «θλίβω χείλη» — φιλώ ζωηρά στο στόμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προήλθε από συμφυρμό τών θλω και φλίβω, που έχουν την ίδια σημασία. Το ρ. θλίβω, συνώνυμο τού πιέζω, αρχικά είχε αυτή τη σημασία (πρβλ. συνθλίβω), ενώ αργότερα στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά θλίβομαι «υφίσταμαι δεινά», θλίψεις «δεινά», για να καταλήξει σήμερα στη σημ. «προξενώ λύπη, στενοχωρώ»ΠΑΡ. θλίψη (-ις), θλιβή, θλιβίας, θλιβώδης, θλιμμόςμσν.- νεοελλ.θλιμμένοςνεοελλ.θλιβός.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εκθλίβω, καταθλίβω, συνθλίβωαρχ.αναθλίβω, αντεκθλίβω, αντιθλίβω, αποθλίβω, διαθλίβω, εισθλίβω, εναποθλίβω, ενθλίβω, εξαναθλίβω, επιθλίβω, παραθλίβω, παραναθλίβω, παρεκθλίβω, περιθλίβω, προαναθλίβω, προσαποθλίβω, προσεκθλίβω, προσεπεκθλίβω, προσεπιθλίβω, προσθλίβω, συναποθλίβω, συνεκθλίβω, συνεπιθλίβω, υπαναθλίβω, υποθλίβω].
Dictionary of Greek. 2013.